DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
capacidad f
chem., met. χωρητικότητα σε αέριο
comp., MS χωρητικότητα
earth.sc. εμβαδόν; περιεκτικότης; χωρητικότης; χώρησις; όγκος
el. ηλεκτρική χωρητικότητα; διαβαθμισμένη χωρητικότητα στοιχείου ή συστοιχίας
forestr. απόδοση; επάρκεια
IT, tech. χωρητικότητα μνήμης
IT, transp. ικανότητα
law εξουσιοδότηση
med. ικανότης
transp. μεταφορική ικανότητα; παροχή κορεσμού; δυναμικότητα
capacidades f
IT λογικές δυνατότητες της FORTRAN IV
Capacidad f
comp., MS Δυνατότητα
 Spanish thesaurus
capacidad f
el. C
law Persona con la capacidad de actuar bajo su propia voluntad
capacidad de
: 297 phrases in 38 subjects
Agriculture9
Banking1
Chemistry4
Communications10
Construction2
Earth sciences10
Economy14
Education1
Electronics52
Energy industry3
Environment14
Finances6
Fish farming pisciculture1
Forestry4
General31
Health care7
Industry1
Information technology14
Insurance1
Labor law3
Law13
Life sciences5
Marketing7
Materials science2
Mechanic engineering7
Medical10
Metallurgy2
Natural sciences2
Pharmacy and pharmacology1
Physical sciences2
Politics1
Procedural law2
Research and development1
Social science1
Statistics1
Technology2
Transport49
Waste management1