Capacidad | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacidad | |
chem. met. | χωρητικότητα σε αέριο |
comp., MS | χωρητικότητα |
el. | ηλεκτρική χωρητικότητα |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
IT transp. | ικανότητα |
law | εξουσιοδότηση |
med. | ικανότης |
transp. | μεταφορική ικανότητα; παροχή κορεσμού |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
despliegue | |
gen. | τάξη; τοποθέτηση |
rápido | |
transp. construct. | επικλινής πτώσις,ή διώρυξ ισχυράς κλίσεως |
capacidad de despliegue : 1 phrase in 1 subject |
Politics | 1 |