DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
capa f
forestr. προστατευτική καλύπτρα
capa v
agric. υπερκείμενη στιβάδα καταλοίπων; χρώμα; πίλος; υπερκείμενη στιβάδα καταλοίπων
agric., industr. εξωτερικό περιτύλιγμα
coal. φλέβα
construct. στρώση
energ.ind. στρώμα αποθήκευσης
industr., construct. κάπα; στρώση αντεπικολλητής ξυλείας; στρώση κόντρα πλακέ
law, lab.law. πρόσθετος ποσοστιαία πληρωμή επί του ναύλου
relig., textile φελόνιο
transp. στρώμα
transp., industr. ενισχυτικό πλέγμα
capó v
transp. τουμπάρισμα; αεροδυναμικό κάλυμμα κινητήρα
transp., avia. Κάλυμμα κινητήρα
capar v
health. εκτομώ; ευνουχίζω
capa N v
IT στρώμα Ν
capa de un título v
fin. αποδεικτικό κυριότητας μετοχών ή ομολογιών
capado v
nat.sc., agric. ευνουχισμένο ζώο
capa para eliminar las pérdidas de
: 1 phrase in 1 subject
Cultural studies1