DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
canon m
gen. αμοιβή
demogr., agric. αγρομίσθωμα
earth.sc. φαράγγι; ωκεανογραφικό φαράγγι
fin. ποσό δικαιωμάτων εκμετάλλευσης
fish.farm. εισφορά
law δικαιώματα συμμετοχής; ποσοστιαία εισφορά
mater.sc. κανονάκι; σταθερός πυροσβεστικός αυλός
cañón m
gen. πυροβόλο; όλμος; κάννη
agric. κανόνι; οπή σωλήνα μεγάλου διαμετρήματος
industr., construct., met. έλαστρο; κύλινδρος; ρολλό
cañón tubo de tiro m
coal. χαλύβδινο φυσίγγιο φορτισμένο με πεπιεσμένο αέρα
canon de: 5 phrases in 3 subjects
Finances1
Law3
Transport1