DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
canal
 Canal
comp., MS Κανάλι
 canal
comp., MS κανάλι
environ. πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα
industr. construct. met. διώρυγα
transp. αυλάκι
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| servicio
 servicio
econ. υπηρεσία
| técnico
 técnico
forestr. επισκευαστής
- only individual words found

to phrases
canal m
agric., construct. τροφοδοτική διώρυγα
agric., food.ind. σφάγιο
commun. κανάλι' κανάλι συχνοτήτων
commun., el. δίαυλος
comp., MS κανάλι
construct. κανάλι αποστράγγισης
environ. πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα; πλωτή οδός/υδατόρρευμα/υδαταγωγός/διάρρους
fin., scient. δίαυλος τιμών
fish.farm. αυλάκωση; γλυφή; εγκοπή; εντομή
forestr. πέρασμα; διάβαση
industr., construct. χαραγή
industr., construct., met. διώρυγα
IT διόδευση
IT, tech. ίχνος
life.sc. δίαυλος μεταξύ μπάνκων; δίαυλος μεταξύ των συσσωρεύσεων άμμου; ελεύθερη δίοδος
met. αρμός κοπής
transp. αυλάκι; διάκενο διέλευσης των ονύχων των τροχών; αύλακα ελεύθερης διέλευσης των βελονών
canales m
environ. διώρυγα; δίαυλος; κανάλι; διώρυγα/κανάλι/δίαυλος
transp., avia., el. όδευση
Canal m
comp., MS Κανάλι
 Spanish thesaurus
canal m
IT web feed
canal de servicio: 7 phrases in 4 subjects
Communications3
Construction1
Electronics1
Information technology2