- only individual words found
|
|
agric., construct. |
τροφοδοτική διώρυγα |
agric., food.ind. |
σφάγιο |
commun. |
κανάλι' κανάλι συχνοτήτων |
commun., el. |
δίαυλος |
comp., MS |
κανάλι |
construct. |
κανάλι αποστράγγισης |
environ. |
πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα; πλωτή οδός/υδατόρρευμα/υδαταγωγός/διάρρους |
fin., scient. |
δίαυλος τιμών |
fish.farm. |
αυλάκωση; γλυφή; εγκοπή; εντομή |
forestr. |
πέρασμα; διάβαση |
industr., construct. |
χαραγή |
industr., construct., met. |
διώρυγα |
IT |
διόδευση |
IT, tech. |
ίχνος |
life.sc. |
δίαυλος μεταξύ μπάνκων; δίαυλος μεταξύ των συσσωρεύσεων άμμου; ελεύθερη δίοδος |
met. |
αρμός κοπής |
transp. |
αυλάκι; διάκενο διέλευσης των ονύχων των τροχών; αύλακα ελεύθερης διέλευσης των βελονών |
|
|
environ. |
διώρυγα; δίαυλος; κανάλι; διώρυγα/κανάλι/δίαυλος |
transp., avia., el. |
όδευση |
|
|
comp., MS |
Κανάλι |
|
Spanish thesaurus |
|
|
IT |
web feed |