DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
calibre m
forestr. παχύμετρο; βερνιέρος
calibre v
agric. μέτρο της διαμέτρου εμβολίων και υποκειμένων
agric., mech.eng. πάχος
chem. καλίμπρα λεπτότητας; μετρητής λεπτότητας
earth.sc., mech.eng. μέτρο παραβολικού ελέγχου; μετρητής ελέγχου; πρότυπο μέτρο
industr., construct., chem. μηχάνημα κατάταξης υλικών; ρυθμιστής
industr., construct., met. ελεγκτής πάχους σε σχήμα V
mech.eng. καλίμπρα
med. διαβήτης
nat.sc. διαμέτρημα
calibrar v
comp., MS ρυθμίζω με ακρίβεια
forestr. βαθμονομώ; καλιμπράρω
calibre de tolerancias
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Technology1