DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
caída f
gen. πτώση; κατακρήμνησις; υετός
agric. κλίση από την κατακόρυφο
forestr. τυχαία πτώση
caído adj.
industr., construct., met. βούλιαγμα υαλικού; ρούφηγμα
caída de ganancia
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1