DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
bloqueo v
gen. μανδάλωση
agric. ακινητοποίηση; ασφάλεια; γρανάζι μιας κατεύθυνσης; κλείδωμα; σύμπλεξη
commun. φράξιμο
comp., MS σφάλμα
earth.sc., transp. στραγγαλισμός ροής ρευστού
el. ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης; σύστημα ακινητοποίησης; φραγή; εμπλοκή
IT, el. μηχανισμός κλειδώματος
med. αποκλεισμός
met., mech.eng. μανδάλωμα; μπλοκάρισμα
stat. Μπλόκ
stat., commun., scient. συμφόρηση
transp. σύστημα αποκλεισμού
transp., el. δέσμευση
bloquear v
comp., MS αποκλεισμός; κλειδώνω
fin., lab.law. δεσμεύω
IT, el. παρεμποδίζω
Bloquear v
comp., MS Αποκλεισμός
bloqueo condicional con contadores
: 1 phrase in 1 subject
Transport1