DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
atomizador m
agric. συσκευή για το κάπνισμα; ψεκαστήρας με εκτόξευση πεπιεσμένης δέσμης υγρού υποβοηθούμενη από ρεύμα αέρος
mech.eng. συσκευή ψεκασμού; ψεκαστήρας
nat.sc., agric. ψεκαστήρας εκτοξευόμενης δέσμης
transp. εκτοξευτήρας σκυροδέματος; ψεκαστήρας καυσίμου μηχανών
atomizador a
: 4 phrases in 2 subjects
Materials science1
Natural sciences3