![]() |
asignaciones | |
law | αρμοδιότητες; εξουσίες |
asignación | |
gen. | αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες |
comp., MS | αντιστοίχιση; εκχώρηση |
environ. | καταλογισμός |
fin. | ανώτατο όριο εγγραφής; διανομή |
hijo | |
gen. | τέκνο |
| |||
αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες; αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα | |||
εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων; εκχώρηση συχνοτήτων; συχνότητα εκπομπής | |||
αντιστοίχιση; εκχώρηση | |||
καταλογισμός | |||
ανώτατο όριο εγγραφής; διανομή; κατανομή | |||
παύση; στάση | |||
αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση | |||
απονομή | |||
| |||
αρμοδιότητες; εξουσίες | |||
| |||
Παραχωρηθείσα ποσότητα ενός αποθέματος ιχθύων |
asignación: 247 phrases in 26 subjects |