DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
asignación m
gen. αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες; αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα
commun. εκχώρηση ραδιοσυχνοτήτων; εκχώρηση συχνοτήτων; συχνότητα εκπομπής
comp., MS αντιστοίχιση; εκχώρηση
environ. καταλογισμός
fin. ανώτατο όριο εγγραφής; διανομή; κατανομή
forestr. παύση; στάση
insur., PR αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση
IT απονομή
asignaciones m
law αρμοδιότητες; εξουσίες
asignación de una población de peces m
fish.farm. Παραχωρηθείσα ποσότητα ενός αποθέματος ιχθύων
asignación exclusiva: 1 phrase in 1 subject
Finances1