![]() |
aplazamiento | |
law | αναβολή από τη στρατιωτική θητεία; παράταση προθεσμίας; προσωρινή αναστολή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
pagar | |
comp., MS | ολοκλήρωση αγοράς |
pago | |
econ. | πληρωμή |
fin. | πράξεις πληρωμής |
IT life.sc. | ονοματισμένος τόπος |
pagos | |
gen. | εντολή |
| |||
αναβολή; αναβολή από τη στρατιωτική θητεία; παράταση προθεσμίας; προσωρινή αναστολή | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
La postergación de un caso judicial a una fecha posterior |
aplazamiento de pago: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |