![]() |
apertura | |
commun. | άνοιγμα κεραίας; επιφάνεια ακτινοβολίας κεραίας; στόμιο κεραίας |
econ. | βαθμός στον οποίο είναι ανοικτή η οικονομία |
IT | Άνοιγμα |
IT transp. | προθήκη οργάνου |
a | |
comp., MS | μέσος |
cielo | |
fish.farm. | τετράγωνο |
abierto | |
comp., MS | ανοιχτός |
| |||
άνοιγμα κεραίας; επιφάνεια ακτινοβολίας κεραίας; στόμιο κεραίας | |||
βαθμός στον οποίο είναι ανοικτή η οικονομία | |||
Άνοιγμα | |||
προθήκη οργάνου | |||
άνοιγμα |
apertura: 301 phrase in 33 subjects |