aparato telefónico | |
commun. | μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνικό όργανο; χειροσυσκευή |
a | |
comp., MS | μέσος |
hilo | |
agric. industr. construct. | ίνα ξύλου |
industr. construct. met. | λεπτή κλωστή |
hilos | |
el. | καλωδίωση |
| |||
μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνικό όργανο; χειροσυσκευή | |||
συσκευή τηλεφώνου |
aparato telefónico: 22 phrases in 2 subjects |
Communications | 21 |
Electronics | 1 |