DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
alisar v
industr., construct. φινίρω το πέλος του υφάσματος
met. λειαίνω
aliso v
forestr. κλήθρα; σκλήθρα
alisado adj.
industr., construct. γλασάρισμα στη μηχανή; τελική επεξεργασία
stat., lab.law., chem. λείανση
tech., industr., construct. τελειωτική κατεργασία
transp., construct. διαμόρφωση δείγματος
alisado. adj.
met. λείανση
alisado
: 34 phrases in 10 subjects
Chemistry2
Communications1
Construction3
Electronics2
Industry13
Metallurgy1
Natural resourses and wildlife conservation2
Natural sciences3
Technology6
Wood processing1