![]() |
alcantarilla | |
construct. | αποστράγγιση; οχετός |
environ. | οχετός εκκένωσης; υπόνομος |
alcantarillado | |
environ. | σύστημα αποστράγγισης; αποχετευτικό δίκτυο; αποχέτευση; διάθεση λυμάτων; σύστημα αποστράγγισης/αποχετευτικό δίκτυο |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
alcantarilla de: 11 phrases in 4 subjects |
Construction | 2 |
Environment | 7 |
Finances | 1 |
Natural sciences | 1 |