DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
ajuste m
mater.sc., mech.eng. εφαρμογή
met. εξάρτημα
ajustar v
commun. ράβω βιβλίο; συρράπτω; σελιδοποιώ
commun., met. εφαρμόζω; προσαρμόζω; ρυθμίζω
comp., MS επεξεργάζομαι λεπτομερώς; συγκράτηση; επεκτείνω
mech.eng. τοποθετώ; εκτοπίζω
met. ρύθμιση; συναρμολόγηση
transp., mater.sc. να προσαρμοσθεί; να τριμαρισθεί
ajuste v
commun. σελιδοποίηση
comp., MS συντονισμός; καταλληλότητα
el. ευθυγράμμιση επικάλυψης; ευθυγράμμιση
fin. προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου
industr., construct. καλτσάτα
IT πρόχειρη τροποποίηση
mater.sc., mech.eng. ρύθμιση
met. προσάρτημα
tech. προσαρμογή
transp., mech.eng. τοποθέτηση
ajuste vinculado a las condiciones de
: 1 phrase in 1 subject
Finances1