DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
ajuste
 ajustar
commun. met. εφαρμόζω; προσαρμόζω; ρυθμίζω
comp., MS επεξεργάζομαι λεπτομερώς; συγκράτηση
 ajuste
comp., MS συντονισμός; καταλληλότητα
industr. construct. καλτσάτα
mater.sc. mech.eng. εφαρμογή
por | la
 Ello
med. αυτό
| variación
 variación
stat. μεταβλητότητα
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
| participación
 participación
econ. εταιρική συμμετοχή
| neta
 neto
market. καθαρό
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| los
 Ello
med. αυτό
| hogares
 hogar
econ. νοικοκυριό
| en
 en
IT dat.proc. εν
| las
 Ello
med. αυτό
| reservas
 reservas
econ. αποθεματικά
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| los
 Ello
med. αυτό
| fondos de pensiones
 fondo de pensiones
social.sc. ταμείο προνοίας
- only individual words found

noun | verb | to phrases
ajuste m
mater.sc., mech.eng. εφαρμογή
met. εξάρτημα
ajustar v
commun. ράβω βιβλίο; συρράπτω; σελιδοποιώ
commun., met. εφαρμόζω; προσαρμόζω; ρυθμίζω
comp., MS επεξεργάζομαι λεπτομερώς; συγκράτηση; επεκτείνω
mech.eng. τοποθετώ; εκτοπίζω
met. ρύθμιση; συναρμολόγηση
transp., mater.sc. να προσαρμοσθεί; να τριμαρισθεί
ajuste v
commun. σελιδοποίηση
comp., MS συντονισμός; καταλληλότητα
el. ευθυγράμμιση επικάλυψης; ευθυγράμμιση
fin. προσαρμογή τιμής τίτλου; ρύθμιση τιμής τίτλου
industr., construct. καλτσάτα
IT πρόχειρη τροποποίηση
mater.sc., mech.eng. ρύθμιση
met. προσάρτημα
tech. προσαρμογή
transp., mech.eng. τοποθέτηση
ajuste por la: 3 phrases in 3 subjects
Accounting1
Communications1
Electronics1