DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
acumulación m
gen. συμφόρηση; συνάθροιση
agric., chem. αποθήκευση; συγκέντρωση
econ. αποθησαύριση
environ. συσσώρευση
health. διόγκωση κρούστας; επαύξηση
insur., lab.law. σώρευση παροχών; ταυτόχρονη λήψη περισσότερων παροχών
med. συσσώρευσις
polit., law συναφείς αγωγές
transp. μποτιλιάρισμα; συμφόρηση συγκοινωνίας
acumulación de las
: 1 phrase in 1 subject
General1