DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

adjective | noun | to phrases
activo adj.
comp., MS περιουσιακό στοιχείο, πάγιο; ενεργός
econ. ενεργητικόνουσ.
econ., IT ενεργοποιημένος
fin. έσοδα; ενεργητική διαχείριση
health. ενεργητικός
insur. ενεργητικό
nucl.pow. ραδιενεργός
proced.law., econ., fin. περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού
activos adj.
account. στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία
 Spanish thesaurus
activo n
commun. N10; U10
activos sobre el
: 1 phrase in 1 subject
Economy1