acabado | |
chem. | φινίρισμα; αποτελείωμα |
construct. | στάδια τελικής επεξεργασίας |
forestr. | πλάνιση; πλανιάρισμα |
industr. construct. | τελείωμα; κατεργασία τελειώματος; τελική επεξεργασία |
met. | τελευταία εργασία για την αποπεράτωση ενός έργου; τελικό ρεκτιφιέ |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
unir | |
comp., MS | συρράπτω |
telar | |
industr. construct. | υφαντήριο |
acabado de una : 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |