DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | adjective | to phrases
acabado m
forestr. πλάνιση; πλανιάρισμα
acabar v
forestr. φινίρισμα; πλάνιση; πλανιάρισμα
acabado adj.
chem. φινίρισμα; αποτελείωμα
construct. στάδια τελικής επεξεργασίας
industr., construct. τελείωμα; κατεργασία τελειώματος; τελική επεξεργασία; τύπος φινιρίσματος μαλακού υφάσματος διαρκείας για φόδρες μερσεριζέ
met. τελευταία εργασία για την αποπεράτωση ενός έργου; τελικό ρεκτιφιέ
tech., industr., construct. τελειωτική κατεργασία; επίχριση
wood. τελειωτική λείανσις
acabado de piezas: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1