acabado | |
chem. | φινίρισμα; αποτελείωμα |
construct. | στάδια τελικής επεξεργασίας |
forestr. | πλάνιση; πλανιάρισμα |
industr. construct. | τελείωμα; κατεργασία τελειώματος; τελική επεξεργασία |
met. | τελευταία εργασία για την αποπεράτωση ενός έργου; τελικό ρεκτιφιέ |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
metal | |
econ. | μέταλλα |
acabado de metales : 2 phrases in 2 subjects |
Industry | 1 |
Metallurgy | 1 |