abrir | |
earth.sc. el. | να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος |
circuito | |
econ. stat. el. | κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
med. | ίχνος κύκλου προσγείωσης; κύκλος προσγείωσης |
transp. avia. | κυκλική προσέγγιση |
| |||
να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος |
abrir: 48 phrases in 18 subjects |