abrir | |
earth.sc. el. | να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος |
acceso | |
coal. | μεταλλευτική εκσκαφή |
commun. | τερματική θύρα |
commun. transp. | προσέγγιση |
comp., MS | πρόσβαση |
med. | κρίση; παροξυσμός; προσβολή |
transp. mil., grnd.forc. construct. | ακτινική οδός |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
puesto | |
law | δημόσιο λειτούργημα |
Directiva | |
econ. | οδηγία |
| |||
να ανοίξει; να ανοίξει ο διακόπτης κυκλώματος |
abrir: 48 phrases in 18 subjects |