DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
ley f
account. καθαρότητα
econ. νόμος
met. τίτλος
obs., construct. ευρωπαϊκός νόμος
ley recopilación de normas f
environ. δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου); δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου
ley individual f
environ. ατομικές διοικητικές πράξεις
 Spanish thesaurus
ley f
law Combinación de reglas y principios de conducta desarollada por la autoridad legislativa, derivada de las decisiones de tribunales, y establecida por la costumbre local
Ley sobre el seguro de
: 1 phrase in 1 subject
Law1