DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
Instrumento
 instrumentar
comp., MS τοποθετώ όργανα μέτρησης
IT tech. σύστημα οργάνων
transp. εξοπλίζω δι'οργάνων
 instrumento
law νομική πράξη
nat.sc. earth.sc. mech.eng. εργαλείο
transp. avia. ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους
 instrumentos
commun. εργαλεία επιχρύσωσης
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| enmienda
 enmienda
econ. τροπολογία
| a
 a
comp., MS μέσος
| la
 Ello
med. αυτό
Constitución | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| la
 Ello
med. αυτό
Organización | Internacional
 Internacional
gen. Διεθνής
del | Trabajo
 trabajos
market. πωλήσεις υπηρεσιών
- only individual words found

noun | verb | to phrases
instrumentos m
commun. εργαλεία επιχρύσωσης
crim.law. μέσο για τη διάπραξη εγκλήματος' όργανο του εγκλήματος
instrumento v
law νομική πράξη
nat.sc., earth.sc., mech.eng. εργαλείο
transp., avia. ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους
instrumentar v
comp., MS τοποθετώ όργανα μέτρησης
IT, tech. σύστημα οργάνων
transp. εξοπλίζω δι'οργάνων
Instrumento de enmienda a la
: 1 phrase in 1 subject
United Nations1