DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
empleo m
immigr. πρόσληψη
law δημόσιο λειτούργημα; λειτούργημα
empleos y recursos m
account. χρήσεις και πόροι
empleo v
environ. απασχόληση; εργασία; απασχόληση/εργασία
lab.law. διαμεσολάβηση για την εξεύρεση εργασίας
law υπηρεσία
law, lab.law. σχέση εργασίας; θέση
emplear v
law, lab.law. απασχολώ έναντι ανταλλάγματος
Empleo de pastas y polvos salinos que fijan
: 1 phrase in 1 subject
Coal1