ejercitar una acción | |
law | εγείρω αγωγή |
penal | |
med. | φυλακή; σωφρονιστικό κατάστημα |
administrativo | |
law lab.law. | διοικητικός υπάλληλος; υπάλληλος μη υποκείμενος σε μετάθεση |
contra | |
med. | έναντι; εναντίον; κατά |
Alguien | |
comp., MS | Ανώνυμος χρήστης |
| |||
εγείρω αγωγή |