DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
convenio m
gen. Σύμβαση
environ. σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο
law διευθέτηση; διακανονισμός
law, lab.law. συμφωνία; σύμφωνο
Convenio sobre facilidades aduaneras para
: 1 phrase in 1 subject
Hobbies and pastimes1