convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
relativo | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
Estado responsable del examen de la solicitud de asilo | |
law immigr. | κράτος υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου |
P+ | |
commun. | Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio relativo a la: 229 phrases in 33 subjects |