![]() |
convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
relativo | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
asistencia mutua | |
econ. | Αμοιβαία συνδρομή |
Ello | |
med. | αυτό |
Ello | |
med. | αυτό |
administración aduanera | |
tax. | τελωνειακή υπηρεσία |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio relativo a la asistencia mutua y la: 2 phrases in 2 subjects |
Finances | 1 |
Taxes | 1 |