convenio | |
gen. | Σύμβαση |
environ. | σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο |
law | διευθέτηση; διακανονισμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
unir | |
comp., MS | συρράπτω |
Agencia Espacial Europea | |
econ. | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος |
| |||
Σύμβαση | |||
σύμβαση; συνέδριο; κανόνας κοινού δικαίου; σύμβαση/συνέδριο | |||
διευθέτηση; διακανονισμός | |||
συμφωνία; σύμφωνο |
Convenio de: 1085 phrases in 49 subjects |