DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
compromiso m
fin. προσφορά ανάληψης υποχρέωσης
insur., commun., food.ind. ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση
law δέσμευση; υποχρέωση; προσύμφωνο; ρητή δέσμευση; συμφωνία
med. άρση απορρήτου
polit., law συμφωνία περί διαιτησίας
compromisos soluciones o medidas correctivas m
law, commer. δεσμεύσεις ή διορθωτικά μέτρα
compromisos m
fin. αναλήψεις υποχρεώσεων
 Spanish thesaurus
compromiso m
law Una promesa dada durante procesos o procedimientos legales por una de las partes o su abogado, generalmente como una condición para obtener alguna concesión del tribunal o de terceras partes
Compromiso Internacional sobre los Recursos Fitogenéticos para la
: 1 phrase in 1 subject
Law1