DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
autoridad f
environ. αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή; αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
fin. Αρχή
forestr. αρχές (διοικητικές)
law εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; ικανότητα έκδοσης διοικητικών πράξεων
Autoridades Conjuntas de
: 5 phrases in 2 subjects
Finances1
Transport4