![]() |
Acuerdo Europeo | |
gen. | συμφωνία που συνιστά σύνδεση; ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκαθίδρυση σύνδεσης; ευρωπαϊκή συμφωνία περί συνδέσεως |
relativo | |
math. | πηλίκο ή λόγος |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
persona | |
med. | πρόσωπο |
Participar | |
comp., MS | Συμμετοχή |
en | |
IT dat.proc. | εν |
procedimiento | |
comp., MS | διαδικασία |
ante | |
industr. construct. | δέρμα δορκάδος |
| |||
συμφωνία που συνιστά σύνδεση; ευρωπαϊκή συμφωνία για την εγκαθίδρυση σύνδεσης; ευρωπαϊκή συμφωνία περί συνδέσεως |
Acuerdo Europeo relativo a las personas que participan en procedimientos ante: 1 phrase in 1 subject |
Human rights activism | 1 |