emberkereskedelem | |
gen. | εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία |
econ. | λαθρεμπόριο προσώπων |
| |||
εμπορία ανθρώπων και σωματεμπορία | |||
λαθρεμπόριο προσώπων | |||
εμπορία ανθρώπων; εμπορία προσώπων |
emberkereskedelem áldozatának : 1 phrase in 1 subject |
Immigration and citizenship | 1 |