DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
travail à temps partiel
econ. εργασία μερικής απασχόλησης
fin., lab.law. εργασία κατά μερική απασχόληση; μερική ανεργία; μερική απασχόληση
social.sc. εργασία με μειωμένο ωράριο
travail à temps partiel
: 6 phrases in 2 subjects
Law3
Social science3