DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
sonder v
gen. διατρύω
sonde v
agric. δειγματολήπτης τυριού; ζαχαρόμετρο; δοκιμαστικός σωλήνας
earth.sc. κεφαλή δοκιμής
el. δειγματολήπτης σύζευξης; οπτικός καθετήρας; δειγματολήπτης ή στέλεχος δειγματοληψίας' ανιχνευτήρας
environ., el. βοηθητικό ηλεκτρόδιο; δοκιμαστικό ηλεκτρόδιο
industr., construct., met. βυθόμετρο υαλομάζας
IT, el. αισθητήρας
med. καθετήρας; ανιχνευτής DNA
oil ερευνητική γεώτρηση
sugar., chem. γλευκόμετρο
tech. ανιχνευτής
tech., el. δοκιμαστική ακίδα
tech., law ανιχνευτική ράβδος βάθους χιονιού; συσκευή βολίσεως,βολίς
transp., construct. βυθομετρητής
sonder adj.
gen. τρυπάω
agric. προσδιορισμός πυκνότητας γλεύκους
stat., agric. δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα
sonder un moût adj.
agric. μετρώ γλεύκος; μέτρηση γλεύκους
sonder
: 246 phrases in 22 subjects
Agriculture6
Astronautics15
Chemistry4
Communications1
Earth sciences12
Electronics15
Environment5
General14
Health care2
Industry2
Information technology25
Life sciences14
Materials science2
Mechanic engineering1
Medical90
Metallurgy1
Natural sciences17
Oil / petroleum2
Physical sciences1
Statistics2
Technology10
Transport5