DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
régulateur m
el. διακόπτης μεταβλητού φωτισμού; εξασθενιστής; ρεοστατικός διακόπτης
transp. ελεγκτής; επιβλέπων; κλειδούχος; ρεγουλατόρος
transp., avia. επιμελητής πτήσεων; συντονιστής προ-πτήσεως εξυπηρέτησης αεροσκάφους
régulateur adj.
chem. ρυθμιστής
comp., MS ρύθμιση ισχύος
el. ρυθμιστής έντασης φωτός
industr., construct. μηχανισμός εκτύλιξης στημονιού; τυλικτικός μηχανισμός
mech.eng. ρυθμιστική διάταξη
transp. ρυθμιστής στροφών; διαχειριστής; πληρεξούσιος; σταθμάρχης
transp., avia. υπεύθυνος αναχώρησης πτήσεως
régulateur de marché de valeurs
: 2 phrases in 2 subjects
Finances1
General1