DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
point
 point
environ. σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή
industr. construct. βελονάκι
 pointe
el. βελόνα
industr. construct. μικρή σφήνα
mun.plan. τριγωνική πάνα
| d
 D*
commun. IT ειδική ανιχνευτικότητα
| incidence
 incidence
stat. επίπτωση
| sur
 sûr
health. ασφαλές
| la
 lait
econ. γάλα
| pièce
 pièce
IT dat.proc. κομμάτι προγράμματος
examinée
- only individual words found

to phrases
point v
environ. σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή; σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός
industr., construct. βελονάκι; θηλειά; πλέξη; πόντος; τρύπωμα
industr., construct., chem. συγκόλληση πονταρίσματος
industr., construct., met. ψείρα διαυγάσεως
law εδάφιο
work.fl. τελεία
pointe v
agric., industr., construct. κεφαλή
el. βελόνα; μεταβασματικός ρύπος
industr. μεταλλευτική σφήνα
industr., construct. μικρή σφήνα; καρφί
industr., construct., mech.eng. ακίδα
IT κορυφή επιλογής
mech.eng. κορυφή; ακίδα κεντραρίσματος
med. γλωχίνα (cuspis)
met., mech.eng. μεταβατική περιοχή φρέζας για την έναρξη της κοπής
mun.plan. τριγωνική πάνα
pointes v
IT, el. κορυφές τάσης
points v
nat.sc., agric. στίγμα
point d'incidence sur la pièce
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1