pneumatique de secours à usage temporaire | |
transp. | εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
type | |
med. | δείγμα |
t | |
tech. | τόννος |
| |||
εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης | |||
| |||
εφεδρικό ελαστικό προσωρινής χρήσης |
pneumatique de secours à usage temporaire: 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |