DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
mise à l'arrêt définitif
tech., law, nucl.pow. οριστική θέση εκτός λειτουργίας
tech., nucl.phys. αποξήλωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων; παροπλισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων