fluctuation | |
law lab.law. | διακύμανση της απασχόλησης |
math. | διακύμανση |
stat. scient. | απόκλιση; αυξομείωση |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
prix | |
econ. | τιμή |
| |||
διακύμανση της απασχόλησης | |||
διακύμανση | |||
απόκλιση; αυξομείωση | |||
| |||
διακυμάνσεις |
fluctuation: 100 phrase in 18 subjects |