entrée | |
tech. mech.eng. | είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας |
Au | |
food.ind. chem. | Ε175; χρυσός |
première | |
commun. | πρώτη διόρθωση |
mot | |
comp., MS | λέξη |
titre | |
fin. | αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι |
| |||
είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας | |||
French thesaurus | |||
| |||
de suite |
entrée au: 9 phrases in 3 subjects |
Criminal law | 3 |
Law | 5 |
Obsolete / dated | 1 |