effet | |
chem. | παράμετρος |
commun. | τέχνασμα |
environ. | επιπτώσεις; αποτελέσματα; συνέπειες; επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
diène | |
nat.sc. chem. | διένιο |
| |||
παράμετρος | |||
τέχνασμα | |||
επιπτώσεις; αποτελέσματα; συνέπειες; επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες | |||
αποτέλεσμα |
effet: 1877 phrases in 55 subjects |