chloro-leucémie | |
med. | νόσος Balfour; χλωροκυττάρωση; χλωρολευχαιμία; χλωρομυέλωση; χλωρομυελοσαρκωμάτωση Sternberg |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
| |||
νόσος Balfour; χλωροκυττάρωση; χλωρολευχαιμία; χλωρομυέλωση; χλωρομυελοσαρκωμάτωση Sternberg |
chloro-leucémie: 2 phrases in 1 subject |
Medical | 2 |