DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
autorité f
fin. Αρχή
forestr. αρχές (διοικητικές)
law εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; ικανότητα έκδοσης διοικητικών πράξεων; εκτελεστική ισχύς νόμου; ισχύς νόμου
autorité de la chose
: 6 phrases in 1 subject
Law6