DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
to phrases
affacturage m
commer., fin., account. "φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση; χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων; ανάληψη απαιτήσεων τρίτων; διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων; σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων
affacturage
: 13 phrases in 3 subjects
Accounting1
Commerce10
General2